μυελογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μυελογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική myelography < αρχαία ελληνική μυελός + γράφω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μυελογραφία θηλυκό
- (ιατρική) τύπος ακτινογραφικής εξέτασης που χρησιμοποιεί σκιαγραφικό μέσο για την ανίχνευση της παθολογίας του νωτιαίου μυελού καθώς και του πιθανού σημείου τραυματισμού του ή ύπαρξης κύστεων, όγκων κ.λπ.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Myelography στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυελογραφία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)