μυθοβατώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυθοβατώ < βαίνω + μύθος

Ρήμα[επεξεργασία]

μυθοβατώ

  • σκέφτομαι με ρομαντικό τρόπο, παρασύρομαι σε έναν κόσμο επίπλαστο, ονειροβατώ
    Αρνείτο να δει την σκληρή πραγματικότητα μυθοβατώντας στα ονειρικά ιδεολογήματά του.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]