μυθολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μυθολογώ < αρχαία ελληνική μυθολογέω / μυθολογῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]μυθολογώ (παθητική φωνή: μυθολογούμαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αμυθολόγητος
- μυθολογημένος
- → δείτε τις λέξεις μυθολογία, μύθος και λέγω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μυθολογώ | μυθολογούσα | θα μυθολογώ | να μυθολογώ | μυθολογώντας | |
β' ενικ. | μυθολογείς | μυθολογούσες | θα μυθολογείς | να μυθολογείς | (μυθολόγει) | |
γ' ενικ. | μυθολογεί | μυθολογούσε | θα μυθολογεί | να μυθολογεί | ||
α' πληθ. | μυθολογούμε | μυθολογούσαμε | θα μυθολογούμε | να μυθολογούμε | ||
β' πληθ. | μυθολογείτε | μυθολογούσατε | θα μυθολογείτε | να μυθολογείτε | μυθολογείτε | |
γ' πληθ. | μυθολογούν(ε) | μυθολογούσαν(ε) | θα μυθολογούν(ε) | να μυθολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μυθολόγησα | θα μυθολογήσω | να μυθολογήσω | μυθολογήσει | ||
β' ενικ. | μυθολόγησες | θα μυθολογήσεις | να μυθολογήσεις | μυθολόγησε | ||
γ' ενικ. | μυθολόγησε | θα μυθολογήσει | να μυθολογήσει | |||
α' πληθ. | μυθολογήσαμε | θα μυθολογήσουμε | να μυθολογήσουμε | |||
β' πληθ. | μυθολογήσατε | θα μυθολογήσετε | να μυθολογήσετε | μυθολογήστε | ||
γ' πληθ. | μυθολόγησαν μυθολογήσαν(ε) |
θα μυθολογήσουν(ε) | να μυθολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μυθολογήσει | είχα μυθολογήσει | θα έχω μυθολογήσει | να έχω μυθολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μυθολογήσει | είχες μυθολογήσει | θα έχεις μυθολογήσει | να έχεις μυθολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μυθολογήσει | είχε μυθολογήσει | θα έχει μυθολογήσει | να έχει μυθολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μυθολογήσει | είχαμε μυθολογήσει | θα έχουμε μυθολογήσει | να έχουμε μυθολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μυθολογήσει | είχατε μυθολογήσει | θα έχετε μυθολογήσει | να έχετε μυθολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μυθολογήσει | είχαν μυθολογήσει | θα έχουν μυθολογήσει | να έχουν μυθολογήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μυθολογώ