μυθολόγος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μυθολόγος < αρχαία ελληνική μυθολόγος < μῦθος + λέγω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μυθολόγος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μυθολόγος
|