μυκοπρωτεΐνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μυκοπρωτεΐνη θηλυκό
- (βιολογία): πρωτεΐνη που παράγεται από βιομάζα μυκήτων.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυκοπρωτεΐνη
|