μυκτηρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μυκτηρίζω < αρχαία ελληνική μυκτηρίζω < μυκτήρ (ρουθούνι)
Ρήμα[επεξεργασία]
μυκτηρίζω
- (λόγιο) κατακρίνω κάποιον περιγελώντας τον
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μυκτηρίζω | μυκτήριζα | θα μυκτηρίζω | να μυκτηρίζω | μυκτηρίζοντας | |
β' ενικ. | μυκτηρίζεις | μυκτήριζες | θα μυκτηρίζεις | να μυκτηρίζεις | μυκτήριζε | |
γ' ενικ. | μυκτηρίζει | μυκτήριζε | θα μυκτηρίζει | να μυκτηρίζει | ||
α' πληθ. | μυκτηρίζουμε | μυκτηρίζαμε | θα μυκτηρίζουμε | να μυκτηρίζουμε | ||
β' πληθ. | μυκτηρίζετε | μυκτηρίζατε | θα μυκτηρίζετε | να μυκτηρίζετε | μυκτηρίζετε | |
γ' πληθ. | μυκτηρίζουν(ε) | μυκτήριζαν μυκτηρίζαν(ε) |
θα μυκτηρίζουν(ε) | να μυκτηρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μυκτήρισα | θα μυκτηρίσω | να μυκτηρίσω | μυκτηρίσει | ||
β' ενικ. | μυκτήρισες | θα μυκτηρίσεις | να μυκτηρίσεις | μυκτήρισε | ||
γ' ενικ. | μυκτήρισε | θα μυκτηρίσει | να μυκτηρίσει | |||
α' πληθ. | μυκτηρίσαμε | θα μυκτηρίσουμε | να μυκτηρίσουμε | |||
β' πληθ. | μυκτηρίσατε | θα μυκτηρίσετε | να μυκτηρίσετε | μυκτηρίστε | ||
γ' πληθ. | μυκτήρισαν μυκτηρίσαν(ε) |
θα μυκτηρίσουν(ε) | να μυκτηρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μυκτηρίσει | είχα μυκτηρίσει | θα έχω μυκτηρίσει | να έχω μυκτηρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μυκτηρίσει | είχες μυκτηρίσει | θα έχεις μυκτηρίσει | να έχεις μυκτηρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μυκτηρίσει | είχε μυκτηρίσει | θα έχει μυκτηρίσει | να έχει μυκτηρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μυκτηρίσει | είχαμε μυκτηρίσει | θα έχουμε μυκτηρίσει | να έχουμε μυκτηρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μυκτηρίσει | είχατε μυκτηρίσει | θα έχετε μυκτηρίσει | να έχετε μυκτηρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μυκτηρίσει | είχαν μυκτηρίσει | θα έχουν μυκτηρίσει | να έχουν μυκτηρίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυκτηρίζω
|