μυλλωμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυλλωμένος < παθητική μετοχή του μυλλώνω < μύλλα

Μετοχή[επεξεργασία]

μυλλωμένος

  1. (κυπριακά) λιπαρός, αρτύσιμος, μη νηστίσιμος
  2. (κυπριακά) που έχει άσεμνο, σκωπτικό περιεχόμενο, όπως τα γαμοτράγουδα
    τα μυλλωμένα τραούθκια της νύμφης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]