μυλλωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
μυλλωμένος
- (κυπριακά) λιπαρός, αρτύσιμος, μη νηστίσιμος
- (κυπριακά) που έχει άσεμνο, σκωπτικό περιεχόμενο, όπως τα γαμοτράγουδα
- τα μυλλωμένα τραούθκια της νύμφης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυλλωμένος
|