μυλωνάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μυλωνάς οι μυλωνάδες
      γενική του μυλωνά των μυλωνάδων
    αιτιατική τον μυλωνά τους μυλωνάδες
     κλητική μυλωνά μυλωνάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυλωνάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μυλωνᾶς < αρχαία ελληνική μυλών (μύλος) + -ᾶς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mi.loˈnas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μυ‐λω‐νάς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μυλωνάς αρσενικό (θηλυκό μυλωνού)

  1. (επάγγελμα) ο ιδιοκτήτης ενός μύλου
  2. (επάγγελμα) εργάτης που δουλεύει σε μύλο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]