μυλών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μύλων

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
μῠλων-
ονομαστική μυλών οἱ μυλῶνες
      γενική τοῦ μυλῶνος τῶν μυλώνων
      δοτική τῷ μυλῶν τοῖς μυλῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν μυλῶν τοὺς μυλῶνᾰς
     κλητική ! μυλών μυλῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μυλῶνε
γεν-δοτ τοῖν  μυλώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυλών < μύλ(ος) + -ών < μύλη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μῠλών, -ῶνος αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

  • μύλων (σε ορισμένα χειρόγραφα των αρχαίων κειμένων)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη μύλη

Πηγές[επεξεργασία]