μυξιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυξιάζω < ελληνιστική κοινή μυξάζω < αρχαία ελληνική μύξα < μύσσομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

μυξιάζω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]