μυξοκλαίω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυξοκλαίω < μύξα + κλαίω

Ρήμα[επεξεργασία]

μυξοκλαίω

  1. κλαίω ρουφώντας τις μύξες μου παράλληλα
  2. παριστάνω πως κλαίω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]