μυοκαρδίτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μυοκαρδίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική myocardite < αρχαία ελληνική μῦς + καρδ(ία) + -ίτιδα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μυοκαρδίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) φλεγμονή του μυοκαρδίου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυοκαρδίτιδα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αρθρίτιδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίτιδα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)