μυρεψός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μυρεψός | οι | μυρεψοί |
γενική | του | μυρεψού | των | μυρεψών |
αιτιατική | τον | μυρεψό | τους | μυρεψούς |
κλητική | μυρεψέ | μυρεψοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μυρεψός < αρχαία ελληνική μυρεψός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mi.reˈpsos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐ρε‐ψός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μυρεψός αρσενικό
- (αρχαιοπρεπές, επάγγελμα) μυροπώλης, αρωματοποιός
- ο υπεύθυνος παρασκευής του αγίου μύρου στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μυρεψός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ο υπεύθυνος παρασκευής του αγίου μύρου
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μυρεψός | οἱ | μυρεψοί |
γενική | τοῦ | μυρεψοῦ | τῶν | μυρεψῶν |
δοτική | τῷ | μυρεψῷ | τοῖς | μυρεψοῖς |
αιτιατική | τὸν | μυρεψόν | τοὺς | μυρεψούς |
κλητική ὦ! | μυρεψέ | μυρεψοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μυρεψώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μυρεψοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μυρεψός αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- μυρεψός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μυρεψός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ός (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επαγγέλματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)