μυριάποδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μυριάποδο τα μυριάποδα
      γενική του μυριάποδου των μυριάποδων
    αιτιατική το μυριάποδο τα μυριάποδα
     κλητική μυριάποδο μυριάποδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυριάποδο < → δείτε τις λέξεις μύρια και πόδια

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mi.ɾiˈa.po.ðo/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μυριάποδο ουδέτερο

  • Ομοταξία ειδών που έχει ως κύριο χαρακτηριστικό το μεγάλο αριθμό ποδιών τους.
To συγκεκριμένο μυριάποδο έχει μήκος μόλις 3,3 εκατοστά, διαθέτει όμως 600 πόδια, περισσότερα από κάθε άλλο μυριάποδο.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]