μυρμηγκοφάγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μυρμηγκοφάγος < μυρμήγκ(ι) + -ο- + -φάγος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική anteater[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /miɾ.miŋ.ɡoˈfa.ɣos/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μυρμηγκοφάγος αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) κοινή ονομασία για τέσσερα είδη θηλαστικών της υποτάξης των Σκωληκόγλωσσων, που τρέφονται με μυρμήγκια και τερμίτες, όπως επίσης και για μερικά μη συγγενικά ζώα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μυρμηγκοφάγος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μυρμηγκοφάγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φάγος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θηλαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)