μυρμηκίαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μυρμηκίαση | οι | μυρμηκιάσεις |
γενική | της | μυρμηκίασης* | των | μυρμηκιάσεων |
αιτιατική | τη | μυρμηκίαση | τις | μυρμηκιάσεις |
κλητική | μυρμηκίαση | μυρμηκιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μυρμηκιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μυρμηκίαση < ελληνιστική κοινή μυρμηκίασις < αρχαία ελληνική μυρμηκία / μυρμηκιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μυρμηκίαση θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του μυρμήγκιασμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυρμηκίαση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)