μυροδοχείο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μυροδοχείο ουδέτερο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μυροδοχείο

μυροδοχείο ουδέτερο