μυρωδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μυρωδικός < μεσαιωνική ελληνική μυρωδικός < μυρωδία + -ικός < (ελληνιστική κοινή) μυρώδης < αρχαία ελληνική μύρον
Επίθετο[επεξεργασία]
μυρωδικός, -ή, -ό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυρωδικός
|