μυρωδικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυρωδικός η μυρωδική το μυρωδικό
      γενική του μυρωδικού της μυρωδικής του μυρωδικού
    αιτιατική τον μυρωδικό τη μυρωδική το μυρωδικό
     κλητική μυρωδικέ μυρωδική μυρωδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυρωδικοί οι μυρωδικές τα μυρωδικά
      γενική των μυρωδικών των μυρωδικών των μυρωδικών
    αιτιατική τους μυρωδικούς τις μυρωδικές τα μυρωδικά
     κλητική μυρωδικοί μυρωδικές μυρωδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυρωδικός < μεσαιωνική ελληνική μυρωδικός < μυρωδία + -ικός < (ελληνιστική κοινήμυρώδης < αρχαία ελληνική μύρον

Επίθετο[επεξεργασία]

μυρωδικός, -ή, -ό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]