μυρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μυρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μυρώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
μυρωμένος, -η, -ο
- που έχει αλειφθεί με μύρο