μυστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μυστήριο < αρχαία ελληνική μυστήριον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /miˈsti.ɾi.o/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μυστήριο ουδέτερο
- ιεροτελεστία για μυημένους
- τα Ελευσίνια Μυστήρια
- η καθεμία από τις επτά κύριες τελετές της χριστιανικής θρησκείας (βάπτισμα, χρίσμα, Θεία Ευχαριστία, εξομολόγηση, ευχέλαιο, γάμος, ιεροσύνη)
- το μυστήριο του γάμου
- κάτι που είναι ασύλληπτο για τον ανθρώπινο νου
- το κρυμμένο μυστήριο του σύμπαντος
- είναι μυστήριο το πώς τα κατάφερε να αποδράσει
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- το κλειδί του μυστηρίου: το καθοριστικό στοιχείο προκειμένου κάποιος, χωρίς λάθη, να λύσει ένα αίνιγμα ή να αποκαλύψει ένα μυστικό
[επεξεργασία]
- μυστηριακός
- μυστήριος
- μυστηριώδης
- μυστηριωδώς
- → δείτε τη λέξη μύστης