μυστηριωδώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυστηριωδώς < μυστηριώδης

Επίρρημα[επεξεργασία]

μυστηριωδώς

  • κατά μυστηριώδη τρόπο, χωρίς να μπορεί κανείς να εξηγήσει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]