μυστικοπάθεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυστικοπάθεια οι μυστικοπάθειες
      γενική της μυστικοπάθειας των μυστικοπαθειών
    αιτιατική τη μυστικοπάθεια τις μυστικοπάθειες
     κλητική μυστικοπάθεια μυστικοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυστικοπάθεια < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μυστικοπάθεια θηλυκό

  1. η τάση να κρατά κάποιος μυστικό αυτό που κάνει, νιώθει, σκέφτεται κλπ. σε υπερβολικό βαθμό
  2. (κατ’ επέκταση) η απόκρυψη γεγονότων ή εξελίξεων από το φως της δημοσιότητας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]