μυστικότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μυστικότης | αἱ | μυστικότητες | ||||
γενική | τῆς | μυστικότητος | τῶν | μυστικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | μυστικότητι | ταῖς | μυστικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | μυστικότητα | τὰς | μυστικότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | μυστικότης | μυστικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μυστικότης (μαρτυρείται από το 1833) [1] < μυστικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μυστικότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Ελληνικοί Κώδικες (1833) - σελ. 681, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου