μυστικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μυστικῶς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυστικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μυστικῶς < αρχαία ελληνική μυστικός. Συγχρονικά αναλύεται σε μυστικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα[επεξεργασία]

μυστικώς

Πηγές[επεξεργασία]

  • μυστικός (& μυστικά, -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)