μυτάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μυτάκι | τα | μυτάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μυτάκι | τα | μυτάκια |
κλητική | μυτάκι | μυτάκια | ||
όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μυτάκι < μύτη + υποκοριστικό επίθημα -άκι < μεσαιωνική ελληνική μύτη < αρχαία ελληνική μύτις
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /miˈtaci/
- συλλαβισμός : μυ‐τά‐κι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μυτάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του μύτη
- (ιχθυολογία) εδώδιμο ψάρι (Diplodus puntazzo) της οικογένειας των Σπαρίδων της Μεσογείου και του ανατολικού Ατλαντικού
- ≈ συνώνυμα: ούγαινα, σουβλομύτης, χιόνα
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μύτη
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποκοριστικό του μύτη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Υποκοριστικά σε -άκι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ιχθυολογία (νέα ελληνικά)