μωρολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μωρολογία < αρχαία ελληνική μωρολογία < μωρολόγος < μωρός + λέγω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mo.ɾo.loˈʝi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μωρολογία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μωρολόγημα
- μωρολογημένος
- μωρολόγος
- μωρολογώ
- → δείτε τις λέξεις μωρός και λέγω