μωρολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μωρολογώ < (ελληνιστική κοινή) μωρολογέω / μωρολογῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
μωρολογώ
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μωρολογία
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μωρολογώ | μωρολογούσα | θα μωρολογώ | να μωρολογώ | μωρολογώντας | |
β' ενικ. | μωρολογείς | μωρολογούσες | θα μωρολογείς | να μωρολογείς | (μωρολόγει) | |
γ' ενικ. | μωρολογεί | μωρολογούσε | θα μωρολογεί | να μωρολογεί | ||
α' πληθ. | μωρολογούμε | μωρολογούσαμε | θα μωρολογούμε | να μωρολογούμε | ||
β' πληθ. | μωρολογείτε | μωρολογούσατε | θα μωρολογείτε | να μωρολογείτε | μωρολογείτε | |
γ' πληθ. | μωρολογούν(ε) | μωρολογούσαν(ε) | θα μωρολογούν(ε) | να μωρολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μωρολόγησα | θα μωρολογήσω | να μωρολογήσω | μωρολογήσει | ||
β' ενικ. | μωρολόγησες | θα μωρολογήσεις | να μωρολογήσεις | μωρολόγησε | ||
γ' ενικ. | μωρολόγησε | θα μωρολογήσει | να μωρολογήσει | |||
α' πληθ. | μωρολογήσαμε | θα μωρολογήσουμε | να μωρολογήσουμε | |||
β' πληθ. | μωρολογήσατε | θα μωρολογήσετε | να μωρολογήσετε | μωρολογήστε | ||
γ' πληθ. | μωρολόγησαν μωρολογήσαν(ε) |
θα μωρολογήσουν(ε) | να μωρολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μωρολογήσει | είχα μωρολογήσει | θα έχω μωρολογήσει | να έχω μωρολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μωρολογήσει | είχες μωρολογήσει | θα έχεις μωρολογήσει | να έχεις μωρολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μωρολογήσει | είχε μωρολογήσει | θα έχει μωρολογήσει | να έχει μωρολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μωρολογήσει | είχαμε μωρολογήσει | θα έχουμε μωρολογήσει | να έχουμε μωρολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μωρολογήσει | είχατε μωρολογήσει | θα έχετε μωρολογήσει | να έχετε μωρολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μωρολογήσει | είχαν μωρολογήσει | θα έχουν μωρολογήσει | να έχουν μωρολογήσει |
|