μωρομάντιλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μωρομάντιλο ουδέτερο
- είδος χαρτομάντιλου εμποτισμένου με κάποιο υγρό καθαρισμού ή απολύμανσης, που χρησιμοποιείται, κυρίως, για τον καθαρισμό μωρών