μωρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μωρός < (λόγιο) αρχαία ελληνική μωρός[1] Δείτε και μωρό
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μωρός -ή - ό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- μαρή (ιδιωματικό)
- μώρα
- μωραίνομαι
- μωραίνω
- μωράκι (υποκοριστικό)
- μωρέ
- μωρή
- μωρία
- μωρό
- μωρότητα
- μωρουδάκι (υποκοριστικό)
- μωρουδέλι (υποκοριστικό)
- μωρουδιακός
- μωρουδίζω
- μωρουδίστικος
Σύνθετα[επεξεργασία]
- μωρολόγημα, μωρολογώ
- μωροπίστευτος, μωροπιστία, μωρόπιστος
- μωροσοφία, μωρόσοφος
- μωροφιλοδοξία, μωροφιλόδοξος
- ξεμωραίνω, ξεμώραμα
- οξύμωρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μωρός
μωρά παρθένος
|
[επεξεργασία]
- ↑ «μωρός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | μωρός | μωρά | μωρόν | μωροί | μωραί | μωρά |
Γενική | μωροῦ | μωρᾶς | μωροῦ | μωρῶν | μωρῶν | μωρῶν |
Δοτική | μωρῷ | μωρᾷ | μωρῷ | μωροῖς | μωραῖς | μωροῖς |
Αιτιατική | μωρόν | μωράν | μωρόν | μωρούς | μωράς | μωρά |
Κλητική | μωρέ | μωρά | μωρόν | μωροί | μωραί | μωρά |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | μωρώ | μωρά | ||||
Γενική-Δοτική | μωροῖν | μωραῖν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μωρός < άγνωστης ετυμολογίας
Επίθετο[επεξεργασία]
μωρός
- ανόητος, χαζός
- (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία
- το μῶρον ανοησία
- (για τα νεύρα) άτονος, νωθρός, χαλαρός
- (για γεύση) ανούσιος, άνοστος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μωρά ἀνάγκη: αναπόδραστη ανάγκη
- μωρότερος Μορύχου: λεγόταν για πολύ ανόητο άνθρωπο
[επεξεργασία]
- μώρως (επίρρημα)
[επεξεργασία]
- ἀπομωρόω
- βαρυμωροκάρδιος
- δριμύμωρος
- ἐγχεσίμωρος
- ἰόμωρος
- καταμωραίνω
- μωραίνω
- μωρεύω
- μωρία
- μωρίων
- μωρίζω
- μωροβλάπτης
- μωρόφρων
- μωροκακοήθης
- μωρόκακος
- μωρόκαλος
- μωροκλέπτης
- μωρολογέω
- μωρολόγημα
- μωρολογία
- μωρολόγος
- μωρονοέω
- μωρόομαι
- μωροποιέω
- μωροποιός
- μωροπόνηρος
- μωρόσοφος
- μωρόσυκον
- μώρωσις
- ὀξύμωρος
- παντόμωρος
- παράμωρος
- σιναμωρέω
- συμμωραίνω
- ὑλακόμωρος
- ὑπόμωρος
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- μωρός στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «μωρός» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.