μόλεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μόλεμα | τα | μολέματα |
γενική | του | μολέματος | των | μολεμάτων |
αιτιατική | το | μόλεμα | τα | μολέματα |
κλητική | μόλεμα | μολέματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μόλεμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μόλεμα ουδέτερο
- η μίανση, το μίασμα, η μόλυνση
- ※ Φαίνεται πως το θανατικό από τις επιδημίες αυτές, το μόλεμα, απηχείται στα δημοτικά τραγούδια της περιοχής (Φώτιος Κ. Λίτσας, Κορώνη: Η προσωπογραφία μιας πολιτείας, σελ. 281, 1983)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μόλεμα
|