μόνε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μονέ, Μονέ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

μόνε < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μόνε (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmo.ne/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μό‐νε

Επίρρημα[επεξεργασία]

μόνε

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

μόνε: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μόνε



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

μόνε

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]