μόρφωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μόρφωση < ελληνιστική κοινή μόρφωσις < μορφόω, δίνω μορφή ( > μορφώνω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μόρφωση θηλυκό
- το να είναι κανείς μορφωμένος, να έχει αποκτήσει πολλές γνώσεις και πνευματική καλλιέργεια