μόσχευμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μόσχευμα τα μοσχεύματα
      γενική του μοσχεύματος των μοσχευμάτων
    αιτιατική το μόσχευμα τα μοσχεύματα
     κλητική μόσχευμα μοσχεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μόσχευμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μόσχευμα. Συγκρίνετε με το λαϊκό μόσκεμα.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmo.sçev.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μό‐σχευ‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μόσχευμα ουδέτερο

  1. όργανο ή ιστός που μεταμοσχεύεται σε άλλο οργανισμό
  2. υγιής ιστός που αφαιρείται από την αρχική του θέση και τοποθετείται αλλού για να βοηθήσει στην ανάπλαση ενός ασθενούντος ιστού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μόσχευμα < μοσχεύ(ω) + -μα

Πηγές[επεξεργασία]