μοχθηρός

Από Βικιλεξικό
(Ανακατεύθυνση από μόχθηρος)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μοχθηρός η μοχθηρή το μοχθηρό
      γενική του μοχθηρού της μοχθηρής του μοχθηρού
    αιτιατική τον μοχθηρό τη μοχθηρή το μοχθηρό
     κλητική μοχθηρέ μοχθηρή μοχθηρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μοχθηροί οι μοχθηρές τα μοχθηρά
      γενική των μοχθηρών των μοχθηρών των μοχθηρών
    αιτιατική τους μοχθηρούς τις μοχθηρές τα μοχθηρά
     κλητική μοχθηροί μοχθηρές μοχθηρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοχθηρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μοχθηρός < μόχθ(ος) + -ηρός[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mo.xθiˈros/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐χθη‐ρός

Επίθετο[επεξεργασία]

μοχθηρός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μοχθηρός μοχθηρᾱ́
μοχθηρός
τὸ μοχθηρόν
      γενική τοῦ μοχθηροῦ τῆς μοχθηρᾶς
μοχθηροῦ
τοῦ μοχθηροῦ
      δοτική τῷ μοχθηρ τῇ μοχθηρ
μοχθηρ
τῷ μοχθηρ
    αιτιατική τὸν μοχθηρόν τὴν μοχθηρᾱ́ν
μοχθηρόν
τὸ μοχθηρόν
     κλητική ! μοχθηρέ μοχθηρᾱ́
μοχθηρέ
μοχθηρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μοχθηροί αἱ μοχθηραί
μοχθηροί
τὰ μοχθηρᾰ́
      γενική τῶν μοχθηρῶν τῶν μοχθηρῶν
μοχθηρῶν
τῶν μοχθηρῶν
      δοτική τοῖς μοχθηροῖς ταῖς μοχθηραῖς
μοχθηροῖς
τοῖς μοχθηροῖς
    αιτιατική τοὺς μοχθηρούς τὰς μοχθηρᾱ́ς
μοχθηρούς
τὰ μοχθηρᾰ́
     κλητική ! μοχθηροί μοχθηραί
μοχθηροί
μοχθηρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μοχθηρώ τὼ μοχθηρᾱ́
μοχθηρώ
τὼ μοχθηρώ
      γεν-δοτ τοῖν μοχθηροῖν τοῖν μοχθηραῖν
μοχθηροῖν
τοῖν μοχθηροῖν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μοχθηρός' όπως «μοχθηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοχθηρός < μόχθ(ος) (κόπος, ταλαιπωρία) + -ηρός [1]

Επίθετο[επεξεργασία]

μοχθηρός, -ά, -όν & -ός, -ός, -όν

  1. κακοπαθημένος, άθλιος, ελεεινός
  2. που μοχθεί (επίπονος, κοπιώδης, κουραστικός)
  3. άσχημος
  4. κακός, πανούργος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]