μύγα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μύγα | οι | μύγες |
γενική | της | μύγας | των | μυγών |
αιτιατική | τη | μύγα | τις | μύγες |
κλητική | μύγα | μύγες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μύγα < αρχαία ελληνική μυῖα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μύγα θηλυκό
- (εντομολογία) μικρό έντομο μαύρου χρώματος με δύο φτερά και έξι πόδια, που ζει κυρίως σε κατοικημένους χώρους
- γέμισε το δωμάτιο μύγες, επειδή άφησα το παράθυρο ανοιχτό
- έντομο που μοιάζει με τη μύγα
- μύγα τσε τσε
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- βγάζει από τη μύγα ξίγκι: βγάζει με το ζόρι κέρδος από ανεπικερδή δραστηριότητα
- δε δέχεται / δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του : δεν ανέχεται την παραμικρή ενόχληση
- έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο:
- θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι : επικείμενη καταστρεπτική σύγκρουση ανθρώπων, ιδίως καβγά ή πόλεμο
- σαν τη μύγα μες στο γάλα:
- όταν ξεχωρίζει καταφανώς κάποιος από το περιβάλλον
- είπα να φορέσω ένα επίσημο φόρεμα, αλλά μόλις φτάσαμε και είδα τι φορούσαν οι άλλοι ένοιωσα σαν τη μύγα μες στο γάλα
- όταν είναι εμφανέστατη η διαφορά μεταξύ δύο προσώπων ή καταστάσεων:
- Η Νίκη είναι σαν τη μύγα μες στο γάλα σε σχέση με την αδερφή της: η μία είναι πολύ άτακτη ενώ η άλλη είναι ήσυχη.
- όταν ξεχωρίζει καταφανώς κάποιος από το περιβάλλον
- σαν τις μύγες : μεγάλο πλήθος ανθρώπων
- χάφτει μύγες: περνάει την ώρα του άπρακτος, ο οκνηρός.
- έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο: για ασήμαντο άνθρωπο που νομίζει ότι έγινε σπουδαίος.
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
μύγα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μύγα