μύγδαλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μύγδαλο | τα | μύγδαλα |
γενική | του | μύγδαλου | των | μύγδαλων |
αιτιατική | το | μύγδαλο | τα | μύγδαλα |
κλητική | μύγδαλο | μύγδαλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μύγδαλο < αμύγδαλο, με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μύγδαλο ουδέτερο
- (λαϊκό, οικείο) αμύγδαλο
- ※ Ακόμη και άνθρωποι που δεν έχουν δει ποτέ την ταινία Κορίτσια στον ήλιο γνωρίζουν πολύ καλά το περίφημο «Στάσου, μύγδαλα», την θρυλική ατάκα που έμεινε σαν σλόγκαν στην ιστορία και θα ακολουθεί για πάντα τον Γιάννη Βόγλη […] .
- «“Στάσου, μύγδαλα”: Το ψέμα της θρυλικής σκηνής του Βόγλη που 9/10 πιστεύουν ακόμα», menshouse.gr· πρόσβαση: 2023-08-31.
- ※ Ακόμη και άνθρωποι που δεν έχουν δει ποτέ την ταινία Κορίτσια στον ήλιο γνωρίζουν πολύ καλά το περίφημο «Στάσου, μύγδαλα», την θρυλική ατάκα που έμεινε σαν σλόγκαν στην ιστορία και θα ακολουθεί για πάντα τον Γιάννη Βόγλη […] .
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μύγδαλο
μύγδαλο
|