μύλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μύλη οι μύλες
      γενική της μύλης των μυλών
    αιτιατική τη μύλη τις μύλες
     κλητική μύλη μύλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μύλη < (ελληνιστική κοινήμύλη (4) < αρχαία ελληνική μύλη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *melh₂- (αλέθω, συνθλίβω) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική meule)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μύλη θηλυκό

  1. (λόγιο) μυλόπετρα
  2. (λόγιο) (κατ’ επέκταση) χειροκίνητος μύλος
     συνώνυμα: χειρόμυλος
  3. (τεχνολογία) τροχός που χρησιμεύει στο ακόνισμα ή τη λείανση αντικειμένων
  4. (ανατομία) το μέρος ενός δοντιού που προεξέχει απ’ τα ούλα
     αντώνυμα: ρίζα
  5. (ανατομία) στρογγυλό οστό στην επιγονατίδα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μύλη αἱ μύλαι
      γενική τῆς μύλης τῶν μυλῶν
      δοτική τῇ μύλ ταῖς μύλαις
    αιτιατική τὴν μύλην τὰς μύλᾱς
     κλητική ! μύλη μύλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μύλ
γεν-δοτ τοῖν  μύλαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μύλη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μύλη, -ης θηλυκό

  1. μύλος, χειρόμυλος, που τον χειρίζονταν οι γυναίκες
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 104
    αἱ μὲν ἀλετρεύουσι μύλης ἔπι μήλοπα καρπόν,
    άλλες αλέθουν στον χερόμυλο ξανθό σιτάρι,
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
     συνώνυμα: μύλος
  2. η κάτω μυλόπετρα (σε αντίθεση με την ανώτερη μυλόπετρα, που ονομαζόταν ὄνος)
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 20 (υ. Τὰ πρὸ τῆς μνηστηροφονίας.), στίχ. 111
    ἥ ῥα μύλην στήσασα ἔπος φάτο, σῆμα ἄνακτι·
    Που ξαφνικά αφήνει τη μυλόπετρά της και πήρε να μιλά — καλό σημάδι για τον βασιλιά της:
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 648 (648-649)
    πρὸς ταῦτα μύλην ἀγαθὴν ὥρα ζητεῖν σοι καὶ νεόκοπτον, | ἢν μή τι λέγῃς, ἥτις δυνατὴ τὸν ἐμὸν θυμὸν κατερεῖξαι.
    Αν δεν έχεις να πεις λόγια εσύ πειστικά, μια μεγάλη μυλόπετρα τότε, μια μυλόπετρα νιόκοπη ανάγκη να βρεις, | για ν᾽ αλέσει τον τόσο θυμό μου.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  3. (βιολογία) δόντι γαϊδουριού
  4. (ανατομία) επιγονατίδα
    ※  2ος↓ αιώνας Γαληνός, De ossibus ad tirones, κεφ. 23 @scaife.perseus
    ὀνομάζουσι δὲ τὸ ὀστοῦν τοῦτο τινὲς μὲν ἐπιγονατίδα, τινὲς δὲ μύλην.
  5. (ανατομία) (στον πληθ.) οι γομφίοι, οι μυλόδοντες, οι σιαγόνες
    ※  3ος/2ος πκε αιώνας Παλαιά Διαθήκη, Ιώβ, 29.17, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
    συνέτριψα δὲ μύλας ἀδίκων· ἐκ μέσου τῶν ὀδόντων αὐτῶν ἅρπαγμα ἐξήρπασα.
    Συνέτριψα τις σιαγόνες των αδίκων και μέσα από τα δόντια τους άρπαξα, όσα εκείνοι είχαν αρπάξει.
    Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
     συνώνυμα: μύλακροι
  6. (βοτανική) η ρίζα του φυτού λάπαθο
  7. (ιατρική) όγκος στη γυναικεία μήτρα κατά την κύηση
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, De muliebribus Περί Γυναικείων, 1.71, p.150 @scaife.perseus
    Περὶ δὲ μύλης κυήσιος τόδε αἴτιον· ἐπὴν πολλὰ τὰ ἐπιμήνια ἐόντα γονὴν ὀλίγην καὶ νοσώδεα ξυλλάβωσιν, οὔτε κύημα ἰθαγενὲς γίνεται, καὶ ἡ γαστὴρ πλήρης ὥσπερ κυούσης, κινέεται δὲ οὐδὲν ἐν τῇ γαστρὶ, οὐδὲ γάλα ἐν τοῖσι τιτθοῖσιν ἐγγίνεται, σφριγᾷ δὲ τοὺς τιτθούς.
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, De muliebribus Περί Γυναικείων, 2.178, @scaife.perseus
    Εἰ δὲ μύλη ἐμφύεται ὑπὸ πάχεος γονῆς ἐνεχομένης, θύμβραν λειήνας ἐν ὄξει καὶ ὕδατι, τοῦτο δίδου πίνειν ἔνυγρον, ἢ ὑοσκυάμου τὸν καρπὸν λεῖον, καὶ κλύζειν ἅλμῃ καὶ ὀπῷ καὶ ὄξει·
    ※  4oς πκε αιώνας Αριστοτέλης, De Generatione Animalium, Περί ζώων γενέσεως, 4.7 - @scaife.perseus
    Περὶ δὲ τῆς καλουμένης μύλης ῥητέον, ἣ γίνεται μὲν ὀλιγάκις ταῖς γυναιξί, γίνεται δέ τισι τοῦτο τὸ πάθος κυούσαις. τίκτουσι γὰρ ὃ καλοῦσι μύλην.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]