μύλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μύλη | οι | μύλες |
γενική | της | μύλης | των | μυλών |
αιτιατική | τη | μύλη | τις | μύλες |
κλητική | μύλη | μύλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μύλη < (ελληνιστική κοινή) μύλη (4) < αρχαία ελληνική μύλη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *melh₂- (αλέθω, συνθλίβω) (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική meule)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μύλη θηλυκό
- (λόγιο) μυλόπετρα
- (λόγιο) (κατ’ επέκταση) χειροκίνητος μύλος
- (τεχνολογία) τροχός που χρησιμεύει στο ακόνισμα ή τη λείανση αντικειμένων
- (ανατομία) το μέρος ενός δοντιού που προεξέχει απ’ τα ούλα
- (ανατομία) στρογγυλό οστό στην επιγονατίδα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μύλος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μύλη | αἱ | μύλαι |
γενική | τῆς | μύλης | τῶν | μυλῶν |
δοτική | τῇ | μύλῃ | ταῖς | μύλαις |
αιτιατική | τὴν | μύλην | τὰς | μύλᾱς |
κλητική ὦ! | μύλη | μύλαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μύλᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μύλαιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]μύλη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μύλη, -ης θηλυκό
- μύλος, χειρόμυλος, που τον χειρίζονταν οι γυναίκες
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 104
- αἱ μὲν ἀλετρεύουσι μύλης ἔπι μήλοπα καρπόν,
- άλλες αλέθουν στον χερόμυλο ξανθό σιτάρι,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αἱ μὲν ἀλετρεύουσι μύλης ἔπι μήλοπα καρπόν,
- ≈ συνώνυμα: μύλος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 104
- η κάτω μυλόπετρα (σε αντίθεση με την ανώτερη μυλόπετρα, που ονομαζόταν ὄνος)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 20 (υ. Τὰ πρὸ τῆς μνηστηροφονίας.), στίχ. 111
- ἥ ῥα μύλην στήσασα ἔπος φάτο, σῆμα ἄνακτι·
- Που ξαφνικά αφήνει τη μυλόπετρά της και πήρε να μιλά — καλό σημάδι για τον βασιλιά της:
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἥ ῥα μύλην στήσασα ἔπος φάτο, σῆμα ἄνακτι·
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 648 (648-649)
- πρὸς ταῦτα μύλην ἀγαθὴν ὥρα ζητεῖν σοι καὶ νεόκοπτον, | ἢν μή τι λέγῃς, ἥτις δυνατὴ τὸν ἐμὸν θυμὸν κατερεῖξαι.
- Αν δεν έχεις να πεις λόγια εσύ πειστικά, μια μεγάλη μυλόπετρα τότε, μια μυλόπετρα νιόκοπη ανάγκη να βρεις, | για ν᾽ αλέσει τον τόσο θυμό μου.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- πρὸς ταῦτα μύλην ἀγαθὴν ὥρα ζητεῖν σοι καὶ νεόκοπτον, | ἢν μή τι λέγῃς, ἥτις δυνατὴ τὸν ἐμὸν θυμὸν κατερεῖξαι.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 20 (υ. Τὰ πρὸ τῆς μνηστηροφονίας.), στίχ. 111
- (βιολογία) δόντι γαϊδουριού
- (ανατομία) επιγονατίδα
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De ossibus ad tirones, κεφ. 23 @scaife.perseus
- ὀνομάζουσι δὲ τὸ ὀστοῦν τοῦτο τινὲς μὲν ἐπιγονατίδα, τινὲς δὲ μύλην.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De ossibus ad tirones, κεφ. 23 @scaife.perseus
- (ανατομία) (στον πληθ.) οι γομφίοι, οι μυλόδοντες, οι σιαγόνες
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη, Ιώβ, 29.17, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
- συνέτριψα δὲ μύλας ἀδίκων· ἐκ μέσου τῶν ὀδόντων αὐτῶν ἅρπαγμα ἐξήρπασα.
- Συνέτριψα τις σιαγόνες των αδίκων και μέσα από τα δόντια τους άρπαξα, όσα εκείνοι είχαν αρπάξει.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- συνέτριψα δὲ μύλας ἀδίκων· ἐκ μέσου τῶν ὀδόντων αὐτῶν ἅρπαγμα ἐξήρπασα.
- ≈ συνώνυμα: μύλακροι
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιά Διαθήκη, Ιώβ, 29.17, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα @scaife.perseus
- (βοτανική) η ρίζα του φυτού λάπαθο
- (ιατρική) όγκος στη γυναικεία μήτρα κατά την κύηση
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De muliebribus Περί Γυναικείων, 1.71, p.150 @scaife.perseus
- Περὶ δὲ μύλης κυήσιος τόδε αἴτιον· ἐπὴν πολλὰ τὰ ἐπιμήνια ἐόντα γονὴν ὀλίγην καὶ νοσώδεα ξυλλάβωσιν, οὔτε κύημα ἰθαγενὲς γίνεται, καὶ ἡ γαστὴρ πλήρης ὥσπερ κυούσης, κινέεται δὲ οὐδὲν ἐν τῇ γαστρὶ, οὐδὲ γάλα ἐν τοῖσι τιτθοῖσιν ἐγγίνεται, σφριγᾷ δὲ τοὺς τιτθούς.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De muliebribus Περί Γυναικείων, 2.178, @scaife.perseus
- Εἰ δὲ μύλη ἐμφύεται ὑπὸ πάχεος γονῆς ἐνεχομένης, θύμβραν λειήνας ἐν ὄξει καὶ ὕδατι, τοῦτο δίδου πίνειν ἔνυγρον, ἢ ὑοσκυάμου τὸν καρπὸν λεῖον, καὶ κλύζειν ἅλμῃ καὶ ὀπῷ καὶ ὄξει·
- ※ 4oς πκε αιώνας ⌘ Αριστοτέλης, De Generatione Animalium, Περί ζώων γενέσεως, 4.7 - @scaife.perseus
- Περὶ δὲ τῆς καλουμένης μύλης ῥητέον, ἣ γίνεται μὲν ὀλιγάκις ταῖς γυναιξί, γίνεται δέ τισι τοῦτο τὸ πάθος κυούσαις. τίκτουσι γὰρ ὃ καλοῦσι μύλην.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, De muliebribus Περί Γυναικείων, 1.71, p.150 @scaife.perseus
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ἀκρομύλη
- ἄμυλος
- μυλαῖος
- μυλακρίς
- μύλακρος
- μυλαλγία
- μύλαξ
- μυλάριον: υποκοριστικό του μύλη
- μυλεργάτης
- μυλεύς
- μυληβόρος
- μυλήφατος
- μυλήκορον
- μυληθρίς
- μυλίτης
- μυλητική
- μυλίας
- μυλιαῖος
- μυλικός
- μύλινος
- μύλιος
- μυλοειδής
- μυλοεργής
- μύλοικος
- μυλόκλαστος
- μυλοκόπος
- μυλοκόρος
- μυλόσαρξ
- μυλουργός
- μυλών
- μυλωθρός
- ὑδρομύλη
- χειρομύλη
Πηγές
[επεξεργασία]- μύλη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μύλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά)
- Βιολογία (αρχαία ελληνικά)
- Ανατομία (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Γαληνό (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από ιατρικά κείμενα (ελληνιστική κοινή)
- Βοτανική (αρχαία ελληνικά)
- Ιατρική (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από ιατρικά κείμενα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)