μύλων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]μύλων αρσενικό
- γενική πληθυντικού του μύλος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μύλων < ελληνιστική κοινή μύλων < μυλών
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μύλων αρσενικό
- άλλη γραφή του μυλών
- ※ 16ος αιώνας - Η διαθήκη των κτιτόρων της Μονής Ρουσάνου Ιωάσαφ και Μάξιμου (1545), Δημήτριος Σοφιανός, περιοδικό Τρικαλινά, 12 (1992), σελ. 7-38
- Πρὸς τοῖς δε κ(αὶ) κτήματα παντοῖα· ἀμπελῶνάς τε κ(αὶ) ἀγρούς, κήπους τε κ(αὶ) παραδείσους· κ(αὶ) μετόχια κ(αὶ) μύλωνας κ(αὶ) ζεύγη βοῶν κ(αὶ) ἵππους κ(αὶ) ἡμιόνους κ(αὶ) ἕτερα διάφορα ἐν αὐτῇ ἀφιερώσαμεν κ(αὶ) πάντα ὅσα ἦν ὑπὸ τὴν ἡμετέραν δύναμιν ἐκτησάμεθα ἐν ταύτῃ, τοῦ εἶναι ἀνελλιπῆ κ(αὶ) ἀδεᾶ τῶν χρειωδῶν αὐτῇ.
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | μύλων | οἱ | μύλωνες | ||||
γενική | τοῦ | μύλωνος | τῶν | μυλώνων | ||||
δοτική | τῷ | μύλωνῐ | τοῖς | μύλωσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | μύλωνᾰ | τοὺς | μύλωνᾰς | ||||
κλητική ὦ! | μύλων | μύλωνες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μύλωνε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μυλώνοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μύλων αρσενικό
- άλλη γραφή του μυλών (σε ορισμένα χειρόγραφα των αρχαίων κειμένων)
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Ιούλιος Πολυδεύκης (Pollux), Ὀνομαστικόν, 7, 19, 2
- ἡ δ' ἀλφιτοποιία καὶ ἀλφιτεία καλεῖται, καὶ οἱ ἐργαζόμενοι ἀλφιτεῖς, οἱ δὲ πιπράσκοντες τὰ ἄλφιτα ἀλφιταμοιβοί, τὸ δ' ἐργαστήριον ἀλφιτεῖον, μύλων, ζώτιον, ζητρεῖον, χόνδριον χονδροκοπεῖον.
- ※ 2ος αιώνας κε ⌘ Ιούλιος Πολυδεύκης (Pollux), Ὀνομαστικόν, 7, 19, 2
Κατηγορίες:
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από διαθήκες (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κώδων' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κώδων' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κώδων' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)