μύρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μύρισμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μύρισμα ουδέτερο
- μύρισμα Το αποτέλεσμα μιας πράξης-μυρωδιάς, με τη μεταφορική έννοια. Αλλιώς, το πόνημα που δημιουργήθηκε ή το αντικείμενο που αποκτήθηκε με μη συμβατικό τρόπο.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μύρισμα
|