μύρμηγκας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μύρμηγκας οι μύρμηγκες
      γενική του μύρμηγκα των μυρμήγκων
    αιτιατική τον μύρμηγκα τους μύρμηγκες
     κλητική μύρμηγκα μύρμηγκες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μύρμηγκας < μέρμηγκας με λόγια επίδραση (του αρχαίου ύψιλον μυρμηκ-)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μύρμηγκας αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]