μύρον
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μύρον | τὰ | μύρᾰ |
γενική | τοῦ | μύρου | τῶν | μύρων |
δοτική | τῷ | μύρῳ | τοῖς | μύροις |
αιτιατική | τὸ | μύρον | τὰ | μύρᾰ |
κλητική ὦ! | μύρον | μύρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μύρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μύροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μύρον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μύρον ουδέτερο
- μύρο
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 40.1
- Ἐπεὶ δὲ τοὺς περὶ αὑτὸν ἑώρα παντάπασιν ἐκτετρυφηκότας καὶ φορτικοὺς ταῖς διαίταις καὶ πολυτελείαις ὄντας, ὥσθ᾽ Ἅγνωνα μὲν τὸν Τήϊον ἀργυροῦς ἐν ταῖς κρηπῖσιν ἥλους φορεῖν, Λεοννάτῳ δὲ πολλαῖς καμήλοις ἀπ᾽ Αἰγύπτου κόνιν εἰς τὰ γυμνάσια παρακομίζεσθαι, Φιλώτᾳ δὲ πρὸς θήρας σταδίων ἑκατὸν αὐλαίας † γεγονέναι, μύρῳ δὲ χρωμένους ἰέναι πρὸς ἄλειμμα καὶ λουτρὸν ὅσῳ ‹πρότερον› οὐδ᾽ ἐλαίῳ, τρίπτας δὲ καὶ κατευναστὰς περιαγομένους,
- Έβλεπε όμως ότι οι άνθρωποι που περιβάλλοντός του είχαν γίνει τρυφηλοί και ενοχλητικοί με τον τρόπο ζωής και τις πολυτέλειές τους. Για παράδειγμα, ο Άγνων από την Τέω είχε στα παπούτσια του ασημένιες πρόκες, ο Λεοννάτος είχε φέρει από την Αίγυπτο με πολλές καμήλες άμμο στα γυμναστήρια και ο Φιλώτας είχε δίχτυα για το κυνήγι εκατό σταδίων· πήγαιναν για άλειμμα και για λουτρό χρησιμοποιώντας τόσο πολύ μύρο όσο προηγουμένως ούτε λάδι δεν είχαν. Έβλεπε ότι περιστοιχίζονταν από υπηρετικό προσωπικό για τρίψιμο και χαλάρωση.
- Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr
- Ἐπεὶ δὲ τοὺς περὶ αὑτὸν ἑώρα παντάπασιν ἐκτετρυφηκότας καὶ φορτικοὺς ταῖς διαίταις καὶ πολυτελείαις ὄντας, ὥσθ᾽ Ἅγνωνα μὲν τὸν Τήϊον ἀργυροῦς ἐν ταῖς κρηπῖσιν ἥλους φορεῖν, Λεοννάτῳ δὲ πολλαῖς καμήλοις ἀπ᾽ Αἰγύπτου κόνιν εἰς τὰ γυμνάσια παρακομίζεσθαι, Φιλώτᾳ δὲ πρὸς θήρας σταδίων ἑκατὸν αὐλαίας † γεγονέναι, μύρῳ δὲ χρωμένους ἰέναι πρὸς ἄλειμμα καὶ λουτρὸν ὅσῳ ‹πρότερον› οὐδ᾽ ἐλαίῳ, τρίπτας δὲ καὶ κατευναστὰς περιαγομένους,
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 40.1
Πηγές
[επεξεργασία]- μύρον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μύρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλούταρχο (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)