Μετάβαση στο περιεχόμενο

μύρον

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μύρον τὰ μύρ
      γενική τοῦ μύρου τῶν μύρων
      δοτική τῷ μύρ τοῖς μύροις
    αιτιατική τὸ μύρον τὰ μύρ
     κλητική ! μύρον μύρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μύρω
γεν-δοτ τοῖν  μύροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μύρον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μύρον ουδέτερο