μύσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μύσις < αρχαία ελληνική μύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmi.sis/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μύσις θηλυκό

  1. το κλείσιμο ή η σύσφιξη των βλεφάρων ή των χειλιών
  2. (ιατρική) η παροδική συστολή ή η μόνιμη στένωση της κόρης του ματιού, ως αποτέλεσμα της αντανάκλασης του φωτός ή της λήψης φαρμάκων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]