μύστης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μύστης οι μύστες
      γενική του μύστη των μυστών
    αιτιατική τον μύστη τους μύστες
     κλητική μύστη μύστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μύστης < αρχαία ελληνική μύστης

Επίθετο[επεξεργασία]

μύστης αρσενικό (θηλυκό: μύστις)

  1. (κυριολεκτικά) αυτός που έχει μυηθεί με τελετουργικό τρόπο σε θρησκευτικές απόψεις και διδασκαλίες
  2. (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) αυτός που έχει μυηθεί σε κάτι διαφορετικό απ’ το (1)

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη μυώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]