μῶμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μῶμος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μῶμος οἱ μῶμοι
      γενική τοῦ μώμου τῶν μώμων
      δοτική τῷ μώμ τοῖς μώμοις
    αιτιατική τὸν μῶμον τοὺς μώμους
     κλητική ! μῶμε μῶμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μώμω
γεν-δοτ τοῖν  μώμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μῶμος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μῶμος, -ου αρσενικό

  1. μομφή, κατηγορία, επίπληξη
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 2 (β. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 86 (στίχοι 85-86)
    «Τηλέμαχ᾽ ὑψαγόρη, μένος ἄσχετε, ποῖον ἔειπες | ἡμέας αἰσχύνων, ἐθέλοις δέ κε μῶμον ἀνάψαι.
    «Τηλέμαχε μεγαλορρήμονα, ακατάσχετε, τι λόγος που ξεστόμισες | να μας ντροπιάσεις, θέλοντας πάνω μας να ρίξεις τη βαριά μομφή σου!
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 6. Ἁγησίᾳ Συρακοσίῳ ἀπήνῃ, 74 Ed. Bœckh, August. Pindari opera quae supersunt. @books-google (6.74-6.76)
    μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων | τοῖς, οἷς ποτε πρώτοις περὶ δωδέκατον δρόμον | ἐλαυνόντεσσιν αἰδοία ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν.
    από τους φθονερούς κρέμεται η κατηγόρια | γι᾽ αυτούς που πρώτοι φτάσανε στη δωδεκάτη διαδρομή | με το άρμα, και η σεβάσμια Χάρις σταλάζει τη δοξασμένη τους μορφή.
    Μετάφραση (2004): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 1. Ἱέρωνι Αἰτναίῳ ἅρματι, 83 (1.82-1.83)
    καιρὸν εἰ φθέγξαιο, πολλῶν πείρατα συντανύσαις | [στρ. ε] ἐν βραχεῖ, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων·
    Αν πεις τον λόγο τον σωστό κι αν τα πολλά μπορέσεις | [στρ. ε] νήματα να τα πυκνοϋφάνεις, θα ᾽ναι πιο μικρός ο ψόγος των ανθρώπων·
    Μετάφραση (2000): Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
  2. ελάττωμα, ψεγάδι, ατέλεια
  3. (ως κύριο όνομα): Μῶμος

Πηγές[επεξεργασία]