νάζι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νάζι | τα | νάζια |
γενική | του | ναζιού | των | ναζιών |
αιτιατική | το | νάζι | τα | νάζια |
κλητική | νάζι | νάζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νάζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική naz + -ι < περσική ناز (nāz, φιλαρέσκεια, επιτήδευση)
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νάζι ουδέτερο
- χαριτωμένη και φιλάρεσκη προσποίηση στη στάση, κίνηση και συμπεριφορά
- είναι όλο νάζια
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κάνω νάζια : κάνω σκέρτσα, τσαχπινιές
- (μεταφορικά) φέρνω αντιρρήσεις για να ικανοποιήσω επιθυμία μου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)