νέγρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νέγρος | οι | νέγροι |
γενική | του | νέγρου | των | νέγρων |
αιτιατική | τον | νέγρο | τους | νέγρους |
κλητική | νέγρε | νέγροι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- νέγρος < ισπανική ή πορτογαλική negro < λατινική niger
Ουσιαστικό
νέγρος αρσενικό (θηλυκό: νέγρα)
- κάποιος που κατάγεται (ο ίδιος ή οι πρόγονοί του) από την Υποσαχάρια Αφρική, έχει μαύρο χρώμα επιδερμίδας και τα άλλα χαρακτηριστικά της μαύρης φυλής
- μαύρος χιπχοπάς ή ράπερ για ομόφυλό του