νέι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νέι < (άμεσο δάνειο) τουρκική ney < περσική نی
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νέι ουδέτερο άκλιτο και νάι
- (μουσικό όργανο) πνευστό μουσικό όργανο που μοιάζει με σχετικά μεγάλο καλαμένιο αυλό (φλογέρα) και χρησιμοποιείται στην περσική, αραβική, ελληνική και τουρκική έντεχνη μουσική
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)