νέφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νέφος | τα | νέφη |
γενική | του | νέφους | των | νεφών |
αιτιατική | το | νέφος | τα | νέφη |
κλητική | νέφος | νέφη | ||
Πληθυντικός, και νέφια. | ||||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νέφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νέφος
- νέφος καπνού < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική cloud[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈne.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νέ‐φος


Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νέφος ουδέτερο
- (λόγιο, μετεωρολογία) το σύννεφο
- η πυκνή (ορατή) συγκέντρωση στην ατμόσφαιρα καπνού και άλλων ρύπων
- ≈ συνώνυμα: αιθαλομίχλη, καπνομίχλη
- νέφος αιθαλομίχλης, φωτοχημικό νέφος
- (μεταφορικά, συνήθως στον πληθυντικό) οι ενδείξεις για μια αρνητική εξέλιξη
- (αστρονομία) στους γαλαξίες μικρό και μεγάλο νέφος του Μαγγελάνου
- (φυσική) ο χώρος μέσα στον οποίο κινούνται τα ηλεκτρόνια γύρω από τον πυρήνα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ νέφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Αστρονομία (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)