νήστεψα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

νήστεψα

  • α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος νηστεύω