νίβω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νίβω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή νίβω < αρχαία ελληνική νίζω, νίπτομαι [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ni.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νί‐βω
Ρήμα
[επεξεργασία]νίβω (και νίφτω)
- πλένω το πρόσωπο ή/και τα χέρια μου με νερό
- ※ Τι θέλω εδώ; τι κάνω εδώ; σκεφτότανε, καθώς νιβότανε στο νιφτήρα. (Βασίλης Ρώτας Η κόρη με τα κόκκινα [διήγημα])
- καθαρίζω
- (μεταφορικά) εξαγνίζω
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δυο το πρόσωπο: για κοινά συμφέροντα οι άνθρωποι βοηθούν ο ένας τον άλλο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νίβω | ένιβα | θα νίβω | να νίβω | νίβοντας | |
β' ενικ. | νίβεις | ένιβες | θα νίβεις | να νίβεις | νίβε | |
γ' ενικ. | νίβει | ένιβε | θα νίβει | να νίβει | ||
α' πληθ. | νίβουμε | νίβαμε | θα νίβουμε | να νίβουμε | ||
β' πληθ. | νίβετε | νίβατε | θα νίβετε | να νίβετε | νίβετε | |
γ' πληθ. | νίβουν(ε) | ένιβαν νίβαν(ε) |
θα νίβουν(ε) | να νίβουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ένιψα | θα νίψω | να νίψω | νίψει | ||
β' ενικ. | ένιψες | θα νίψεις | να νίψεις | νίψε | ||
γ' ενικ. | ένιψε | θα νίψει | να νίψει | |||
α' πληθ. | νίψαμε | θα νίψουμε | να νίψουμε | |||
β' πληθ. | νίψατε | θα νίψετε | να νίψετε | νίψτε | ||
γ' πληθ. | ένιψαν νίψαν(ε) |
θα νίψουν(ε) | να νίψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω νίψει | είχα νίψει | θα έχω νίψει | να έχω νίψει | ||
β' ενικ. | έχεις νίψει | είχες νίψει | θα έχεις νίψει | να έχεις νίψει | ||
γ' ενικ. | έχει νίψει | είχε νίψει | θα έχει νίψει | να έχει νίψει | ||
α' πληθ. | έχουμε νίψει | είχαμε νίψει | θα έχουμε νίψει | να έχουμε νίψει | ||
β' πληθ. | έχετε νίψει | είχατε νίψει | θα έχετε νίψει | να έχετε νίψει | ||
γ' πληθ. | έχουν νίψει | είχαν νίψει | θα έχουν νίψει | να έχουν νίψει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | νίβομαι | νιβόμουν(α) | θα νίβομαι | να νίβομαι | ||
β' ενικ. | νίβεσαι | νιβόσουν(α) | θα νίβεσαι | να νίβεσαι | (νίβου) | |
γ' ενικ. | νίβεται | νιβόταν(ε) | θα νίβεται | να νίβεται | ||
α' πληθ. | νιβόμαστε | νιβόμαστε νιβόμασταν |
θα νιβόμαστε | να νιβόμαστε | ||
β' πληθ. | νίβεστε | νιβόσαστε νιβόσασταν |
θα νίβεστε | να νίβεστε | (νίβεστε) | |
γ' πληθ. | νίβονται | νίβονταν νιβόντουσαν |
θα νίβονται | να νίβονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | νίφτηκα | θα νιφτώ | να νιφτώ | νιφτεί | ||
β' ενικ. | νίφτηκες | θα νιφτείς | να νιφτείς | νίψου | ||
γ' ενικ. | νίφτηκε | θα νιφτεί | να νιφτεί | |||
α' πληθ. | νιφτήκαμε | θα νιφτούμε | να νιφτούμε | |||
β' πληθ. | νιφτήκατε | θα νιφτείτε | να νιφτείτε | νιφτείτε | ||
γ' πληθ. | νίφτηκαν νιφτήκαν(ε) |
θα νιφτούν(ε) | να νιφτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω νιφτεί | είχα νιφτεί | θα έχω νιφτεί | να έχω νιφτεί | νιμμένος | |
β' ενικ. | έχεις νιφτεί | είχες νιφτεί | θα έχεις νιφτεί | να έχεις νιφτεί | ||
γ' ενικ. | έχει νιφτεί | είχε νιφτεί | θα έχει νιφτεί | να έχει νιφτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε νιφτεί | είχαμε νιφτεί | θα έχουμε νιφτεί | να έχουμε νιφτεί | ||
β' πληθ. | έχετε νιφτεί | είχατε νιφτεί | θα έχετε νιφτεί | να έχετε νιφτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν νιφτεί | είχαν νιφτεί | θα έχουν νιφτεί | να έχουν νιφτεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ νίβω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)